Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλευθερόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐλευθερόω, μέλ. -ώσω (ἐλεύθερος1. ελευθερώνω, απελευθερώνω, αποδεσμεύω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐλ. τὸν ἔσπλουν, ελευθερώνω την είσοδο, σε Θουκ.· ἐλευθεροῖ στόμα, κρατά τη γλώσσα του ελεύθερη, δηλ. δεν δεσμεύει τον εαυτό του μιλώντας, σε Σοφ.· ελευθερώνω από κατηγορία, αθωώνω, τινά, σε Ξεν.Παθ., ελευθερώνομαι, σε Ηρόδ. 2. με γεν., ελευθερώνω, απολύω, απαλλάσσω, σε Ευρ.· ομοίως και, ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα, αποτρέποντάς τους από το να το βάζουν στα πόδια, στον ίδ.