Αποτελέσματα για: "ἐλελίζω"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
ἐλελίζω (Α), Επικ. επιτετ. τύπος του ἑλίσσω, αόρ. αʹ ἐλέλιξα, συγκοπτ. Παθ. αόρ. βʹ ἐλέλικτο· I. 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω, σε Ομήρ. Οδ. 2. συναθροίζω, συνάζω, συγκεντρώνω στρατιώτες, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., οἱ δ' ἐλελίχθησαν, στο ίδ. 3. γενικά, κάνω κάτι να τρέμει ή να σείεται, στο ίδ. — Παθ., τρέμω, τρεμουλιάζω, τρεμοσβήνω, στο ίδ. II. Μέσ. και Παθ., κινούμαι κουλουριαστά, ελικοειδώς ή στριφογυριστά, λέγεται για φίδι· κάνω ελιγμούς, στο ίδ.
-
ἐλελίζω (Β), αόρ. αʹ ἠλέλιξα (ἐλελεῦ)· σηκώνω, εγείρω, υψώνω την ιαχή του πολέμου, σε Ξεν.· γενικά, υψώνω δυνατή φωνή, σε Ευρ. — Μέσ., λέγεται για το αηδόνι, κελαηδώ λυπητερά, στον ίδ.· με αιτ., Ἴτυν ἐλελιζαμένη, θρηνολογεί για τον Ίτυ, σε Αριστοφ.