Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλελίζω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐλελίζω (Α), Επικ. επιτετ. τύπος του ἑλίσσω, αόρ. αʹ ἐλέλιξα, συγκοπτ. Παθ. αόρ. βʹ ἐλέλικτο· I. 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω, σε Ομήρ. Οδ. 2. συναθροίζω, συνάζω, συγκεντρώνω στρατιώτες, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., οἱ δ' ἐλελίχθησαν, στο ίδ. 3. γενικά, κάνω κάτι να τρέμει ή να σείεται, στο ίδ.Παθ., τρέμω, τρεμουλιάζω, τρεμοσβήνω, στο ίδ. II. Μέσ. και Παθ., κινούμαι κουλουριαστά, ελικοειδώς ή στριφογυριστά, λέγεται για φίδι· κάνω ελιγμούς, στο ίδ.
ἐλελίζω (Β), αόρ. αʹ ἠλέλιξα (ἐλελεῦ)· σηκώνω, εγείρω, υψώνω την ιαχή του πολέμου, σε Ξεν.· γενικά, υψώνω δυνατή φωνή, σε Ευρ.Μέσ., λέγεται για το αηδόνι, κελαηδώ λυπητερά, στον ίδ.· με αιτ., Ἴτυν ἐλελιζαμένη, θρηνολογεί για τον Ίτυ, σε Αριστοφ.