Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλαύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐλαύνω (ἐλάω, βλ. αυτ.), μέλ. ἐλάσσω [ᾰ], Επικ. ἐλάσσω και ἐλόω, Αττ. ἐλῶ, αόρ. αʹ ἤλᾰσα, Επικ. ἔλᾰσα και ἔλασσα, Ιων. γʹ ενικ. ἐλάσασκεν· παρακ. ἐλήλᾰκα, υπερσ. ἐληλάκεινΠαθ., αόρ. αʹ ἠλάθην [ᾰ], μεταγεν. ἠλάσθην, παρακ. ἐλήλαμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἠλήλατο, Επικ. ἐλήλατο· γʹ πληθ. ἠλήλαντο, Επικ. ἐληλέδατ'. I. 1. Ριζική σημασία, θέτω σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί προς τα μπρος, κινώ, σπρώχνω, οδηγώ, λέγεται για την καθοδήγηση κοπαδιών, σε Όμηρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. ἠλασάμην, σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά λέγεται για άρματα, οδηγώ προς τα μπρος, στο ίδ., σε Ηρόδ.· επίσης, ἐλ. ἵππον, τον ιππεύω, στον ίδ.· ἐλ. νῆα, οδηγώ το καράβι μπροστά κωπηλατώντας, σε Ομήρ. Οδ.· α) με αυτή τη σημασία η αιτ. παραλείφθηκε και το ρήμα έγινε αμτβ., βρίσκομαι σε άρμα, το οδηγώ, μάστιξεν δ' ἐλάαν (ενν. ἵππους), τους χτύπησε με το μαστίγιο για να ξεκινήσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ δ' ἐλάαν ἐπὶ κύματα, προχώρησε με ορμή αντίθετα στα κύματα, στο ίδ.· διὰ νύκτα ἐλάαν, προχωρά, ταξιδεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Ομήρ. Οδ.· ιππεύω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προελαύνω, στον ίδ.· κωπηλατώ, σε Ομήρ. Οδ. β) με αυτή την αμτβ. σημασία συνοδεύεται ενίοτε από αιτ. τόπου, γαλήνην ἐλαύνειν, να πλέεις σε γαλήνια, ήρεμη θάλασσα, δηλ. στην επιφάνειά της, στο ίδ.· ἐλαύνειν δρόμον, να τρέχεις σε αγώνα δρόμου, σε Αριστοφ. 2. οδηγώ μακριά, όπως το ἀπελαύνω, λέγεται για κλεμμένα ζώα, σε Όμηρ., Ξεν.· ομοίως και σε Μέσ., σε Όμηρ. 3. διώχνω, εκτοπίζω, εκβάλλω, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 4. οδηγώ, φέρνω σε έσχατο σημείο, οδηγώ στα άκρα, ἄδην ἐλόωσι πολέμοιο, θα τον βασανίσουν μέχρι να κορεσθεί από τον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδην ἐλάαν κακότητος, θα τον καταδιώξουν μέχρι το σημείο που είναι αναγκαίο, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα σε Αττ., καταδιώκω, κατατρέχω, προσβάλλω, επιτίθεμαι, βασανίζω, καταπιέζω, σε Σοφ. κ.λπ. 5. αμτβ. σε εκφράσεις όπως, ἐς τοσοῦτον ἤλασαν, το προχώρησαν μέχρι αυτού του σημείου, (όπου πρέπει να συμπληρωθεί το πρᾶγμα), σε Ηρόδ.· απ' όπου, προβαίνω, προχωρώ, επέρχομαι, σε Ευρ., Πλάτ. II.1 πλήττω, χτυπώ, ἐλάτῃσιν πόντον ἐλαύνοντες, πρβλ. Λατ. remis impellere, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πλήττω με όπλο, αλλά όχι με βλήμα, στο ίδ.· με διπλή αιτ., τὸνμὲν ἔλασ' ὦμον, τον χτύπησε, τον έπληξε, τον τραυμάτισε, τον πλήγωσε πάνω στον ώμο, στο ίδ.· χθόνα ἤλασε μετώπῳ, χτύπησε στο έδαφος με το μέτωπό του, σε Ομήρ. Οδ. 3. διαπερνώ, δόρυ διὰ στήθεσφιν ἔλασσε, σε Ομήρ. Ιλ.· και σε Παθ., διέρχομαι, διαπερνιέμαι, στο ίδ. III. με μεταφ. σημασίες: 1. χτυπώ με σφυρί, σφυροκοπώ, σφυρηλατώ, Λατ. ducere, σφυρηλατώ μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε κασσιτέρου, κατασκεύασε τριγύρω ένα φράχτη από σφυρηλατημένο κασσίτερο, στο ίδ. 2. τραβώ γραμμή τείχους ή τάφρου, Λατ. ducere murum, σε Όμηρ. κ.λπ.· τεῖχος ἐς τὸν ποταμὸν τοὺς ἀγκῶνας ἐλήλαται, οι γωνίες του τείχους φθάνουν μέχρι τον ποταμό, σε Ηρόδ.· ὄγμον ἐλαύνειν, δημιουργώ αυλακιά ή χωματοσήκωμα στο θέρισμα ή στο δρεπάνισμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄρχον ἀμπελίδος ἐλ., τραβώ, δημιουργώ σειρά από αμπέλια, δηλ. τα φυτεύω στη σειρά, σε Αριστοφ. 3. κολῳὸν ἐλαύνειν, παρατείνω τον καυγά, τη λογομαχία, διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, σε Ομήρ. Ιλ.