Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλαφρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐλαφρός, , -όν (ἐ-λαφ-ρός = Λατ. lev-is)· I. 1. ελαφρύς στο ζύγισμα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· επίρρ., ελαφρά, ζωηρά, εύθυμα, σε Ομήρ. Οδ. 2. υποφερτός, καθόλου φορτικός, εύκολος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλαφρόν (ἐστι), είναι ελαφρύ, εύκολο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι εύκολο, σε Ηρόδ. II. αυτός που κινείται εύκολα, ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος, σβέλτος, Λατ. agilis, σε Όμηρ., Αισχύλ.· ἐλαφρὰ ἡλικία, η ηλικία της δραστήριας, ενεργητικής νεότητας, σε Ξεν.· οἱ ἐλαφροί, οι στρατιώτες που φέρουν ελαφρύ οπλισμό, Λατ. levis armatura, στον ίδ. III. ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος, ανόητος, σε Ευρ.