Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλαιηρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐλαιηρός, , -όν, ελαιώδης, λιπαρός, λαδερός, αυτός που είναι φτιαγμένος από λάδι, σε Ανθ.