Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλαία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐλαία, Αττ. ἐλάα[ᾱᾱ], , I. ελαιόδεντρο, Λατ. olea, η ελιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται ότι είχε δημιουργηθεί από τη θεά Αθηνά κατά τη διάρκεια της διαμάχης της με τον Ποσειδώνα, σε Ηρόδ., Σοφ.· φέρεσθαι ἐκτὸς τῶν ἐλαῶν, τρέχω μακρύτερα από τις ελιές, οι οποίες βρίσκονταν στο τέρμα του αθηναϊκού ιπποδρόμου, δηλ. πηγαίνω πολύ μακριά, σε Αριστοφ. II. ο καρπός του ελαιόδεντρου, στον ίδ.