LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐλέφας"
- ἐλέφας, -αντος, ὁ· I. ελέφαντας, σε Ηρόδ. II. χαυλιόδοντας ελέφαντα, ελεφαντόδοντο (τουρκ. φίλντισι), σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.