Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐλάτη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἐλάτη[ᾰ], , I. έλατο, Λατ. pinus picea, σε Ομήρ. Ιλ. II. κουπί, σε Όμηρ.· επίσης, πλοίο, λέμβος, βάρκα, όπως το Λατ. abies, σε Ευρ.
ἐλᾰτήρ, -ῆρος, (ἐλάω, ἐλαύνω), I. οδηγός αλόγων, αρματηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. II. είδος πίτας, ψωμί με πλατύ σχήμα, φραντζόλα, σε Αριστοφ.
ἐλᾰτήριος, -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.