LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐλάτη"
- ἐλάτη[ᾰ], ἡ, I. έλατο, Λατ. pinus picea, σε Ομήρ. Ιλ. II. κουπί, σε Όμηρ.· επίσης, πλοίο, λέμβος, βάρκα, όπως το Λατ. abies, σε Ευρ.
- ἐλᾰτήρ, -ῆρος, ὁ (ἐλάω, ἐλαύνω), I. οδηγός αλόγων, αρματηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. II. είδος πίτας, ψωμί με πλατύ σχήμα, φραντζόλα, σε Αριστοφ.
- ἐλᾰτήριος, -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.

