Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκρήγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ-ρήγνῡμι, μέλ. -ρήξω, I. σπάζω, κόβομαι σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, το νερό διέβρωσε ένα τμήμα του δρόμου, στο ίδ.Παθ., ραγίζω, θρυμματίζομαι, τεμαχίζομαι, σε Ηρόδ. II. με σύστ. αιτ., αφήνω κάτι να σπάσει, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, διαφεύγω, με, σε Πλούτ., Λουκ.Παθ., σπάζω, ανοίγω, σκάω, λέγεται για έλκος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για φιλονικία, ἐς μέσον ἐξερράγη, ξέσπασε σε δημόσιο χώρο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, ξεσπώ σε παράφορα, βίαια, σφοδρά, απότομα λόγια, στον ίδ. III. κάποιες φορές επίσης αμτβ. στην Ενεργ., οὔ ποτ' ἐκρήξει μάχη, σε Σοφ.