Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκνίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ-νίζω, μέλ. -νίψω (προερχόμενο από το -νίπτωI. ξεπλένω, καθαρίζω, σε Ευρ.Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, σε Δημ. II. καθαίρω, εξαγνίζω, σε Ανθ.