Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκμανθάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι· I. μαθαίνω κάτι τέλεια, και στους ιστορικούς χρόνους, γνωρίζω κάτι στην εντέλεια, γνωρίζω πάρα πολύ καλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. εξακριβώνω, εξετάζω διεξοδικά, ερευνώ προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.