LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐκκλησιαστικός"
- ἐκκλησιαστικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην ἐκκλησία, σε Δημ.· τὸ ἐκκλησιαστικὸν (ἀργύριον) ο δημόσιος μισθός που ελάμβανε κάθε πολίτης που συμμετείχε στη συνεδρίαση της ἐκκλησίας, σε Λουκ.