Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκεῖνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκεῖνος, ποιητ. κεῖνος, , -ο, Αιολ. κῆνος, Δωρ. τῆνος· Αττ. επιτετ. ἐκεινοσί· δεικτ. αντων. (ἐκεῖI. 1. εκείνος εκεί, το πρόσωπο ή το πράγμα που βρίσκεται εκεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· όταν το οὗτος και το ἐκεῖνος αναφέρονται σε δύο πράγματα που έχουν αναφερθεί ήδη, το ἐκεῖνος, ille, ανήκει στο πιο απομακρυσμένο, δηλ. το πρώτο, ενώ το οὗτος, hic, στο πιο κοντινό (στο πλησιέστερο), δηλ. το δεύτερο. 2. όπως το ille, χρησιμοποιείται για να δηλωθούν γνωστά πρόσωπα, ἐκεῖνος Θουκυδίδης, σε Αριστοφ. 3. με δεικτική δύναμη, Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται, ο Ίρος βρίσκεται εκεί, σε Ομήρ. Οδ. 4. στην Αττ. το ουσ. με το ἐκεῖνος έχει κυρίως το άρθρο, και το ἐκεῖνος μπορεί να προηγείται ή να έπεται του ουσ., ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· όταν το άρθρο παραλείπεται στον πεζό λόγο το ἐκεῖνος ακολουθεί μετά το ουσ., νῆες ἐκεῖναι, σε Θουκ. II. επίρρ. ἐκείνως, με εκείνο τον τρόπο, σε εκείνη την περίπτωση, στον ίδ. III. δοτ. θηλ., ἐκείνῃ, ως επίρρ., 1. λέγεται για τόπο (ενν. ὁδῷ), εκεί, σ' ἐκείνο τον τόπο, σ' εκείνη την οδό, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. λέγεται για τρόπο, κατά τον τρόπο εκείνο, σε Πλάτ. κ.λπ. IV. με προθέσεις, ἐξ ἐκείνου, από εκείνο το χρόνο, σε Ξεν.· ομοίως και, ἀπ' ἐκείνου, σε Λουκ.· κατ' ἐκεῖνα, σε εκείνα τα μέρη, εκεί, σε Ξεν.· μετ' ἐκεῖνα, έπειτα, σε Θουκ.