Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκβακχεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ-βακχεύω, μέλ. -σω, διεγείρω σε Βακχική μανία, καθιστώ κάποιον μανιώδη, σε Ευρ., Πλάτ.Παθ., γίνομαι μανιώδης, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.