Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκ"

Βρέθηκαν 648 λήμματα [1 - 20]
ἐκ, πριν από ένα φωνήεν ἐξ, και ἐγ πριν από τα β, γ, δ, λ, μ· Πρόθ. που συντάσσεται με γεν. μόνο, Λατ. e, ex· Ριζική σημασία, με προέλευση από κάτι, έξω από, αντίθ. προς το εἰς· I. λέγεται για τόπο, 1. λέγεται για κίνηση, έξω από, μπροστά από, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ θυμοῦ φίλεον, την αγαπούσα από την καρδιά μου, με όλη μου την ψυχή, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για να δηλωθεί η μετάβαση, η αλλαγή από μία θέση ή κατάσταση σε μία άλλη, κακὸν ἐκ κακοῦ, ένα κακό προκύπτει από (ή μετά από) ένα άλλο, στο ίδ.· λόγον ἐκ λόγου λέγειν, σε Δημ. 3. χρησιμοποιείται για να δηλωθεί διάκριση, διαφορά από ένα αριθμό ή ποσό, ἐκ πόλεων πίσυρες, τέσσερις από πολλούς, σε Ομήρ. Ιλ. 4. χρησιμοποιείται για θέση, όπως το ἔξω, έξω από, πέρα από, ἐκ βελέων, έξω από το πεδίο βολής, στο ίδ.· ἐκ καπνοῦ, έξω από τον καπνό, σε Ομήρ. Οδ. 5. με ρήμ. στάσης, ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο, έπλενε το σώμα του με νερό από το ποτάμι, στο ίδ.· με ρήματα που σημαίνουν κρεμώ ή δένω, ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, κρέμασε τη λύρα από (δηλ. πάνω) από τον πάσσαλο, στο ίδ.· ἐκ τοῦ βραχίονος ἐπέλκουσα, οδηγώντας το (από το χαλινάρι) πάνω από το χέρι της, σε Ηρόδ.· επίσης, κάθομαι ή στέκομαι, στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο, από τον Όλυμπο εκεί όπου αυτή στεκόταν, σε Ομήρ. Ιλ.· καθῆσθαι ἐκ πάγων, κάθομαι πάνω στους λόφους και παρατηρώ από αυτούς, σε Σοφ. II. λέγεται για χρόνο, 1. ἐξ οὗ ή ἐξ οὗτε (χρόνου), Λατ. ex quo, έκτοτε, από τότε, σε Όμηρ., Αττ.· ἐκ τοῦ ή ἐκ τοῖο, από εκείνο το χρονικό διάστημα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκπολλοῦ (ενν. χρόνου), για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σε Θουκ. 2. λέγεται για ιδιαίτερα χρονικά σημεία, ἐκ νέου ή ἐκ παιδός, από την παιδική ηλικία· ἐξ ἀρχῆς κ.λπ.· ομοίως και, ἐκ θυσίας γενέσθαι, να έχει μόλις τελειώσει, ολοκληρώσει μια θυσία, σε Ηρόδ.· ἐκ τοῦ ἀρίστου, μετά το πρωϊνό, πρόγευμα, σε Ξεν. 3. όταν λέμε εν καιρώ ή με τον καιρό, ἐκ νυκτῶν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ νυκτός, σε Ξεν. κ.λπ. III. λέγεται για προέλευση, 1. ύλης, από την οποία κατασκευάστηκαν αντικείμενα, ποιεῖσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα, σε Ηρόδ. 2. δημιουργού, ἔκ τινος εἶναι, γενέσθαι φῦναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, σε Πλάτ. 3. αιτίας, αφορμής, γέννησης κάποιου πράγματος, ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, σε Ομήρ. Ιλ.· θάνατος ἐκ μνηστήρων, θάνατος από το χέρι των μνηστήρων, σε Ομήρ. Οδ.· τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα, τείχη οικοδομημένα από αυτούς, σε Ηρόδ. 4. με ποιητικό αίτιο που ακολουθεί μετά από Παθ. ρήμ., εκεί που το ὑπόείναι πιο συνηθισμένο, ἐφίληθεν ἐκΔιός, ήταν αγαπημένοι του (δηλ. αγαπήθηκαν από αυτόν), σε Ομήρ. Ιλ. 5. λέγεται για αιτία, όργανο ή μέσα εξαιτίας των οποίων γίνεται κάτι, ἐκ πατέρων φιλότητας, συνεπεία, εξαιτίας της φιλίας των πατέρων μας, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἔκ τίνος; ἐκ τοῦ; γιατί; σε Ευρ.· ποιεῖτε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ Μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, κάνετε φίλους από (δηλ. μέσω), σε Κ.Δ. 6. από, δηλ. σύμφωνα με, ἐκ τῶν λογίων, σύμφωνα με τους χρησμούς, σε Ηρόδ.· ἐκ νόμων, σε Αισχύλ. 7. περιφρ. αντί επιρρ. (όπως στη Λατ. ex consulto, ex composito), ἐκ βίας, με τη βία, βιαίως, σε Σοφ.· ἐκ τοῦ φανεροῦ = φανερῶς, σε Θουκ. κ.λπ. 8. με αριθμητικά, ἐκ τρίτου, τρίτο στη σειρά, σε Ευρ.
Ἑκά-εργος, (ἑκάς, *ἔργω), αυτός που ενεργεί από μακριά (λέγεται για τον Απόλλωνα), αυτός που τοξεύει από μακριά, εξακοντίζει από μακριά, όπως το ἐκηβόλος, σε Ηρόδ.
ἐκάην, Παθ. αόρ. βʹ του καίω.
ἕκᾰθεν, επίρρ. (ἑκάςI. από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἕκαθεν πόλιος, στο ίδ. II. ἑκάς, μακριά, από μακριά, σε Ομήρ. Οδ.
ἐκάθηρα, αόρ. αʹ του καθαίρω.
ἐκάμμῠσα, ποιητ. αντί κατ-έμῠσα, αόρ. αʹ του κατα-μύω.
ἔκᾰμον, αόρ. αʹ του κάμνω.
ἑκάς[ᾰ], Αττ. ἕκας, επίρρ., I. 1. μακριά, μακριά από, Λατ. procul, σε Όμηρ., Τραγ.· οὐχ ἑκάς, σε Θουκ.· με γεν., μακριά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος, στο ίδ. 2. Συγκρ. ἑκαστέρω, μακρύτερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης ἑκαστέρω, σε Θεόκρ.· υπερθ., ἑκαστάτω, πάρα πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἑκαστάτω τινός, πάρα πολύ μακριά από..., στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο, οὐχ ἑκὰς χρόνου, σε όχι μακρινό χρονικό διάστημα, στον ίδ.
ἑκαστάτω, υπερθ. του ἑκάς, βλ. αυτ.
ἑκασταχόθεν (ἕκαστος), επίρρ., από κάθε πλευρά, σε Θουκ., Ξεν.
ἑκασταχόθι (ἕκαστος), επίρρ., στην κάθε πλευρά, σε Πλούτ.
ἑκασταχοῖ (ἕκαστος), επίρρ., προς κάθε πλευρά, με κάθε τρόπο, σε Πλούτ.
ἑκασταχόσε (ἕκαστος), επίρρ., προς κάθε πλευρά, σε Θουκ.
ἑκασταχοῦ (ἕκαστος), επίρρ., παντού, σε Θουκ. κ.λπ.
ἑκαστέρω, συγκρ. του ἑκάς, βλ. αυτ.
ἑκάστοθι, επίρρ., για καθετί ή για τον καθένα, σε Ομήρ. Οδ.
ἕκαστος, , -ον, I. έκαστος, καθείς, καθένας, Λατ. quisquie, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. συχνά συνοδεύεται από ένα ρήμα στον πληθ., ἔβαν οἴκονδε ἕκαστος, επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκαστος ἐπίστασθε, σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος (αντί Τρώων ἕκαστον), φόβος κατέλαβε καθένα από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. στον πληθ., όλοι κι ο κάθε ένας ξεχωριστά, σε Όμηρ. III. 1. πιο συγκεκριμένα, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, ο καθένας χωριστά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καθ' ἕκαστον, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο του, Λατ. singulatim, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. ὡς ἕκαστοι, καθένας από μόνος του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἑκάστοτε (ἕκαστος), επίρρ., κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἑκάστοτ' ἀεί, σε Αριστοφ.
ἑκαστοτέρω, επίρρ. όπως το ἑκαστέρω, βλ. ἑκάς.
Ἑκᾰταῖος, , -ον, ο σχετικός με την Εκάτη· Ἑκάταιον ή Ἑκάτειον, τό, άγαλμα ή ναός της Εκάτης, σε Αριστοφ.