LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐθίζω"
- ἐθίζω, Αττ. μέλ. ἐθιῶ, αόρ. αʹ εἴθισα, παρακ. εἴθικα — Παθ. αόρ. αʹ εἰθίσθην, παρακ. εἴθισμαι (ἔθος)· συνηθίζω, ἐθ. τινὰ ποιεῖν τι, σε Πλάτ., Ξεν. — Παθ., είμαι συνηθισμένος, εξοικειώνομαι, συνηθίζω να κάνω, με απαρ., σε Θουκ.