Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐγείρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐγείρω (√ΕΓΕΡ), Επικ. παρατ. ἔγειρον, μέλ. ἐγερῶ, αόρ. αʹ ἤγειρα, Επικ. ἔγειρα, παρακ. ἐγήγερκαΠαθ. μέλ. ἐγερθήσομαι, αόρ. αʹ ἠγέρθην, Επικ. γʹ πληθ. ἔγερθεν, παρακ. ἐγήγερμαι, Επικ. αόρ. βʹ ἠγρόμην, γʹ ενικ. ἔγρετο, προστ. ἔγρεο, απαρ. ἐγρέσθαι, αμτβ. παρακ. ἐγρήγορα (ως ενεστ.), υπερσ. ἐγρηγόρη ή -ειν (ως παρατ.), Επικ. γʹ πληθ. ἐγρηγόρθασι, βʹ πληθ. προστ. ἐγρήγορθε, απαρ. ἐγρήγορθαι· I. 1. Ενεργ., αφυπνίζω, ξυπνώ, εγείρω, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 2. διεγείρω, προκαλώ οργή, αγανάκτηση, ἐγείρειν Ἄρηα, ανάβω, υποκινώ, υποδαυλίζω τον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. ανασταίνω, εγείρω από τους νεκρούς, σε Κ.Δ.· ή από ασθένεια, στο ίδ. 4. ανεγείρω ή υψώνω, οικοδομώ ένα κτίριο, στο ίδ. II. 1. Παθ., με Ενεργ. παρακ. ἐγρήγορα, ξυπνώ, αφυπνίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον αόρ. βʹ επίσης φυλάσσω, αγρυπνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· στον παρακ. έχω ξυπνήσει, σε Όμηρ., Αττ. 2. εξεγείρομαι, εξάπτομαι, διεγείρομαι συγκινησιακά από πάθος, συγκίνηση, σε Ησίοδ., Θουκ.