LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐγγύη"
- ἐγ-γύη όχι ἐγγύα, ἡ (ἐν, γύαλον), ενέχυρο στα χέρια κάποιου, εγγύηση, ασφάλεια, Λατ. vadimonium, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
- ἐγγύησις, -εως, ἡ (ἐγγυάω), αρραβώνας, μνηστεία, σε Ισαίο.
- ἐγγυητής, -οῦ, ὁ (ἐγγυάω), αυτός που δίνει εγγύηση, εξασφάλιση, διαβεβαίωση, σε Ηρόδ., Αττ.
- ἐγγυητός, -ή, -όν (ἐγγυάω), λέγεται για σύζυγο, έγγαμη, σε Δημ.