Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐγγύη"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἐγ-γύη όχι ἐγγύα, (ἐν, γύαλον), ενέχυρο στα χέρια κάποιου, εγγύηση, ασφάλεια, Λατ. vadimonium, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
ἐγγύησις, -εως, (ἐγγυάω), αρραβώνας, μνηστεία, σε Ισαίο.
ἐγγυητής, -οῦ, (ἐγγυάω), αυτός που δίνει εγγύηση, εξασφάλιση, διαβεβαίωση, σε Ηρόδ., Αττ.
ἐγγυητός, , -όν (ἐγγυάω), λέγεται για σύζυγο, έγγαμη, σε Δημ.