Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐάω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐάω, Επικ. εἰῶ, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ἐάᾳς, ἐάᾳ, απαρ. ἐάαν· παρατ. εἴων, -ας, , Ιων. και Επικ. ἔων, ἔασκον ή εἴασκον· μέλ. ἐάσω [ᾱ], αόρ. αʹ εἴᾱσα, Επικ. ἔᾱσα, παρακ. εἴᾱκαΠαθ. μέλ. ἐάσομαι, στην Παθ. σημασία, αόρ. αʹ εἰάθην, παρακ. εἴᾱμαι· I. 1. αφήνω, ανέχομαι, επιτρέπω, δίνω άδεια, Λατ. sinere με αιτ. προσ. και απαρ., σε Όμηρ., Αττ.Παθ., αυτός που παραδίνεται, εγκαταλείπει, σε Σοφ. 2. οὐκ ἐᾶν, δεν ανέχομαι· και έπειτα, απαγορεύω, εμποδίζω, αποτρέπω, με αιτ. και απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί για να συμπληρώσει το νόημα, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο, δεν θα σου επιτρέψει (να κάνεις) αυτό, σε Σοφ. II. 1. αφήνω, αδιαφορώ, με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ. ἔασον, αδιαφόρησε, σε Αισχύλ.Παθ., ἡ δ' οὖν ἐάσθω, σε Σοφ. 2. με την ίδια σημασία με απαρ., κλέψαι μὲν ἐάσομεν, θα επιτρέψουμε την επιθυμία για κλεψιά, σε Ομήρ. Ιλ.· θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει (ενν. δοῦναι), θα δώσει το ένα πράγμα και το άλλο θα το αφήσει στην άκρη, κατά μέρος, σε Ομήρ. Οδ.· βλ. χαίρω.
ἐάων[ᾱ], Επικ. αντί ἐήων, γεν. πληθ. του ἐΰς.