Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἄρτεμις"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Ἄρτεμις, , γεν. -ιδος, αιτ. -ιν ή -ίδα· η Άρτεμις, Ρωμ. Diana, η θεά του κυνηγιού, κόρη του Δία και της Λητούς, αδελφή του Απόλλωνα· στον Όμηρο, οι γυναίκες που πέθαιναν ξαφνικά, λεγόταν ότι πλήττονταν από τα ἀγανὰ βέλεα (της Άρτεμης)· πρβλ. Ἀπόλλων·(αμφίβ. προέλ.).
Ἀρτεμίσιον, τό, ναός της Άρτεμης, σε Ηρόδ.