Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἄρης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Ἄρης, , γεν. Ἄρεως, ποιητ. Ἄρεος· δοτ. Ἄρεϊ, συνηρ. Ἄρει· αιτ. Ἄρεα, συνηρ. Ἄρη· κλητ. Ἄρες, Επικ. Ἄρες· Ιων. και Επικ. κλίση Ἄρηος, -ηος, -ηϊ, -ηα· I. ο Άρης, καλείται από τους Λατίνους Mars, γιος του Δία και της Ήρας, θεός του πολέμου και των σφαγών, επίσης της καταστροφής και του λοιμού, σε Όμηρ., Τραγ. II. 1. στους ποιητές, ως προσηγορικό, πόλεμος, μάχη, διαφωνία, σφαγή, φόνος, ξυνάγωμεν Ἄρηα, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἄρης ἐμφύλιος, Ἄρης τιθασός, εμφύλιος πόλεμος. 2. φιλοπόλεμο, πολεμόχαρο πνεύμα, σε Τραγ. (η √ΑΡ εμφανίζεται επίσης στη λέξη ἀρετή, η πρώτη ιδέα της ανδρείας (vir-tus), είμαι θαρραλέος, γενναίος στο πόλεμο) [ᾰ σε Όμηρ., εκτός από κλητ. Ἆρες· σε Αισχύλ. μακρό ή βραχύ].