Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἀχιλλεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Ἀχιλλεύς, γεν. Ἀχιλλέως· Επικ. -ῆος, αιτ. Ἀχιλλέᾱ, κλητ. Ἀχιλλεῦ· Επικ. ονομ. επίσης Ἀχιλεύς· (από το ἄχος, η οργή του ήρωα είναι το θέμα της Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. Ὀδυσσεύς)· ο Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Θέτιδας, αρχηγός των Μυρμιδόνων.