LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἀσκληπιός"
- Ἀσκληπιός, Δωρ. -ᾶπιός, ὁ, ο Ασκληπιός, Λατ. Aesculapius, Θεσσαλός ηγεμόνας, διάσημος γιατρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., θεωρήθηκε γιος του Απόλλωνα, προστάτης θεός της Ιατρικής· Ἀσκληπιάδαι ή -ίδαι, οἱ, όνομα για γιατρούς, σε Θέογν., Σοφ.· Ἀσκληπιεῖον, τό, ναός του Ασκληπιού, σε Λουκ.· Ἀσκληπίειος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ασκληπιό, Ἀσκληπίεια (ενν. ἱερά), η γιορτή του Ασκληπιού, σε Πλάτ.