Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἀσία"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
Ἀσία[ᾰ], Ιων. -ίη, , η Ασία, σε Ηρόδ., Αττ.· επίθ. Ἀσιᾱνός, , -όν, Ασιατικός κ.λπ.· θηλ. Ἀσιάς, -άδος· Ἀσίς, -ίδος (το δεύτερο με ), σε Αισχύλ., Ευρ.· Ἀσιάς (ενν. κιθάρα), η κιθάρα όπως τελειοποιήθηκε στη Λέσβο· επίσης, Ἀσιάτης, θηλ. -ᾶτις, Ιων. -ήτης, σε Αισχύλ., Ευρ.
Ἀσι-άρχης, -ου, (ἄρχω), άρχοντας της Ασίας, ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας υπό των Ρωμαίων στην επαρχία της Ασίας, σε Κ.Δ.
Ἀσιάς, Ἀσιάτης, βλ. Ἀσία.
Ἀσιᾱτο-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.