LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἀσία"
- Ἀσία[ᾰ], Ιων. -ίη, ἡ, η Ασία, σε Ηρόδ., Αττ.· επίθ. Ἀσιᾱνός, -ή, -όν, Ασιατικός κ.λπ.· θηλ. Ἀσιάς, -άδος· Ἀσίς, -ίδος (το δεύτερο με ᾱ), σε Αισχύλ., Ευρ.· Ἀσιάς (ενν. κιθάρα), η κιθάρα όπως τελειοποιήθηκε στη Λέσβο· επίσης, Ἀσιάτης, θηλ. -ᾶτις, Ιων. -ήτης, σε Αισχύλ., Ευρ.
- Ἀσι-άρχης, -ου, ὁ (ἄρχω), άρχοντας της Ασίας, ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας υπό των Ρωμαίων στην επαρχία της Ασίας, σε Κ.Δ.
- Ἀσιάς, Ἀσιάτης, βλ. Ἀσία.
- Ἀσιᾱτο-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.