Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἀπόλλων"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Ἀπόλλων, , γεν. -ωνος, αιτ. Ἀπόλλωνα, συγκεκ. Ἀπόλλω, κλητ. Ἄπολλον (η πρώτη συλλ. είναι μακρά στον Όμηρ. χάριν του μέτρου)· ο θεός Απόλλων, γιος του Δία και της Λητούς, αδελφός της Αρτέμιδος, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον Όμηρ., οι άνδρες που βρίσκουν αιφνίδιο θάνατο λέγεται ότι φονεύονται από τα ἀγανὰ βέλεα του Απόλλωνα· πρβλ. Ἄρτεμις.
Ἀπολλώνιος, , -ον, I. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θεό Απόλλωνα, σε Πίνδ. II.Ἀπολλώνιον, τό, το ιερό του Απόλλωνα, σε Θουκ.