LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἀλέξανδρος"
- ἀλέξ-ανδρος, -ου (ἀνήρ), I. υπερασπιστής, αμύντωρ, πόλεμος, σε Επιγρ. παρά Διοδ. II. το συνηθισμένο όνομα του Πάρη σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. Αισχύλ. Αγ. 61. 363.