Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἀθῆναι"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
Ἀθῆναι, Δωρ. Ἀθᾶναι, -ῶν, αἱ, I. η πόλη των Αθηνών, χρησιμ. στον πληθ. επειδή αποτελούνταν από πολλά μέρη (πρβλ. Θῆβαι, Μυκῆναι), σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. τύπος (όπως το Θήβη) απαντά στην Ομήρ. Οδ. II. επιρρ.· Ἀθήναζε, προς την Αθήνα, σε Θουκ., Ξεν.· Ἀθήνηθεν, από την Αθήνα, σε Λυσ. κ.λπ.· ποιητ. Ἀθήνοθεν, σε Ανθ.· Ἀθήνησιν, στην Αθήνα, σε Δημ.
Ἀθήναιον, τό (Ἀθηνᾶ), ο ναός της Αθηνάς, σε Ηρόδ.
Ἀθηναῖος, , -ον, ο Αθηναίος, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την Αθήνα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.