LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἀγαμέμνων"
- Ἀγα-μέμνων, -ονος, ὁ (ἄγαν, μέμνων, από το μένω)· ακλόνητος, εξαιρετικά σταθερός, απτόητος, όνομα του αρχηγού των Αχαιών ενάντια στους Τρώες, σε Όμηρ.· επίθ., Ἀγαμεμνόνεος, -έα, -εον, σε Όμηρ.· επίσης, -όνειος, -α, -ον ή -όνιος, -α, -ον, σε Πίνδ., Αισχύλ.· πατρωνυμ. -ονίδης, -ου, ὁ, ο γιος του Αγαμέμνονα, ο Ορέστης, σε Ομήρ. Οδ.