
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἅρπαξ"
- ἅρπαξ, -αγος, ὁ, ἡ· I. αρπακτικός, Λατ. rapax, σε Αριστοφ., Ξεν. II. ως ουσ.: 1. ἅρπαξ, ἡ, αρπαγή, λεηλασία, σε Ησίοδ. 2. ἅρπαξ, ὁ, άρπαγας, ληστής, σε Αριστοφ.
- ἁρπάξ-ανδρος, -α, -ον (ἀνήρ), αυτός που αρπάζει και μεταφέρει τους άνδρες μακριά, σε Αισχύλ.