Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅπτω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἅπτω (√ΑΠ και √ΑΦ), μέλ. ἅψω, αόρ. αʹ ἧψαΠαθ., παρακ. ἧμμαι, Ιων. ἅμμαι (βλ. ἑάφθη) — Μέσ. μέλ. ἅψομαι, με Παθ. παρακ. ἧμμαι·
Α. I. 1.
στερεώνω, προσαρμόζω, δένω σφιχτά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. 2. συνάπτω, συμμετέχω, χορόν, σε Αισχύλ.· πάλην τινὶ ἅπτειν, αγωνίζομαι στην πάλη εναντίον κάποιου, στον ίδ. II. Μέσ., 1. συνάπτομαι, προσκολλώμαι, εξαρτώμαι από κάποιον, κρατώ κάποιον, σφίγγω, αγγίζω, με γεν., ἅψασθαι γούνων, ως ικέτης, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, ἅψασθαι γενείου, στο ίδ.· ἅπτεσθαι νηῶν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απόλ., φθάνω, αγγίζω το στόχο μου, στο ίδ. 2. εμπλέκομαι, συμμετέχω, με γεν., βουλευμάτων, σε Σοφ.· πολέμου, σε Θουκ.· ἡμμένος φόνου, μπλεγμένος σε..., σε Πλάτ.· αλλά, ἅπτεσθαι τῶν λόγων, απορρίπτω, αμφισβητώ το επιχείρημα κάποιου, στον ίδ.· τούτων ἥψατο, άγγιξε, πραγματεύτηκε αυτά τα ζητήματα, σε Θουκ. 3. εφορμώ, επιτίθεμαι, προσβάλλω εχθρικές θέσεις, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 4. αγγίζω, επιδρώ, επενεργώ, ἄλγοςοὐδὲν ἅπτεται νεκρῶν, σε Αισχύλ. κ.λπ. 5. προσλαμβάνω με τις αισθήσεις, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Σοφ., Πλάτ. 6. φθάνω, αγγίζω, αποκτώ, καταλαμβάνω, σε Πλάτ., Ξεν. Β. 1. Ενεργ. επίσης, ανάβω, βάζω φωτιά, καίω, σε Ηρόδ., Θουκ.Παθ., με Μέσ. μέλ. καίγομαι, παίρνω φωτιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. ἅπτειν πῦρ, ανάβω φωτιά, σε Ευρ.Παθ., ἄνθρακες ἡμμένοι, πυρωμένα κάρβουνα, σε Θουκ.
ἁ-πτώς, -ῶτος, , (πίπτω), αυτός που δεν πέφτει, που δεν υπόκειται ή δεν είναι επιρρεπής σε πτώση ή σε αποτυχία, σε Πλάτ.