Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅπας"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
ἅ-πας, ἅ-πασα, ἅ-παν (α αθροιστικό και πᾶς), επιτετ. του πᾶς· I. 1. όλος μαζί, όλος, συνολικός, ολόκληρος· και στον πληθ., όλοι μαζί, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με επίθ., ἀργύρεος ἅπας, όλος από ασήμι, δηλ. από συμπαγή άργυρο, σε Ομήρ. Οδ.· ἅπαν κακόν, ολοσχερής συμφορά, σε Αριστοφ. II. στον ενικ., όπως το πᾶς, ο καθένας, Λατ. unusquisque, πᾶν, κάθε τι, Λατ. unumquodque, σε Ηρόδ., Αττ.
ἀπ-ασπαίρω, ξεψυχώ σπαρταρώντας, ψυχορραγώ, ψυχομαχώ, σε Ευρ.
ἀπαστία, , αποχή από το φαγητό, νηστεία, σε Αριστοφ.
ἄ-παστος, -ον (πατέομαι), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την τροφή, που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, χωρίς να έχει γευτεί φαγητό ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ.
ἀπ-αστράπτω, μέλ. -ψω, λάμπω, αστράφτω, ακτινοβολώ, σε Λουκ.
ἀπ-ασχολέω, μέλ. -ήσω (ἄσχολος), δεν αφήνω σε κάποιον περιθώριο αναψυχής, απασχολώ, σε Λουκ.Παθ., είμαι πλήρως απασχολημένος, στον ίδ.
ἀπασχολία, , εντατική ενασχόληση με κάποια εργασία, σε Στράβ.