Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅμιλλα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἅμιλλα, -ης, (ἅμα), 1. αγώνας για επικράτηση, συμπλοκή, σύγκρουση, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με γεν. πράγμ., ἰσχύος ἅμ., δοκιμή ισχύος, σε Πίνδ.· ποδοῖν, λόγων ἅμ., σε Ευρ.· ἀρετῆς, σε Πλάτ.· με γεν. αντικ., ἅμ. λέκτρων, συναγωνισμός για γάμο, σε Ευρ.· ομοίως με επίθ., ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος, αγώνας για απόκτηση πλούτου ή παιδιών, στον ίδ.
ἁμιλλάομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἡμιλλήθην, μετέπειτα ἡμιλλησάμην· παρακ. ἡμίλλημαι· (ἅμιλλαI. 1. αποθ., συναγωνίζομαι, φιλονικώ, ερίζω με κάποιον, Λατ. aemulari, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., αγωνίζομαι εναντίον κάποιου πράγματος ή για κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ.· περί τινος, για κάτι, σε Λουκ. 2. με Παθ. σημασία, τὸ πεζὸν πρὸς ἀλλήλους ἁμιλληθέν, συναγωνίζεται ο ένας τον άλλο, σε Θουκ. II. λέγεται για μεμονωμένο άτομο, αγωνίζομαι, προσπαθώ, ἐπί τι, προς κάποιο σημείο, σε Ξεν.· πρός τι, για την απόκτηση κάποιου πράγματος, σε Πλάτ.