Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅμαξα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄμ-αξᾰ[ᾰ], Αττ. ἅμ-αξα, (ἅμα, ἄγω), I.1. άμαξα, τετράτροχο κάρο, αραμπάς, αντίθ. προς το πολεμικό άρμα (ἅρμα), Λατ. plaustrum, σε Όμηρ. 2. με γεν., «αμαξία», φορτίο άμαξας από, πετρῶν, σίτου, σε Ξεν. II. άμαξα αρότρου, Λατ. currus, σε Ησίοδ.· ο αστερισμός άμαξα στον ουρανό, η Μεγάλη Άρκτος (ἄρκτος), σε Όμηρ. III. ἁμαξιτός, σε Ανθ.