Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅλως"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἅλως[ᾰ], , γεν. ἅλω και ἅλωος· δοτ. ἅλῳ, αιτ. ἅλω, ἅλων, ἅλωα· ονομ. και αιτ. πληθ. ἅλως· (ἀλέω)· όπως το Επικ. ἁλωή, το δάπεδο του αλωνιού, σε Ξεν. κ.λπ.· έπειτα, απο το στρογγυλό του σχήμα. II. ο δίσκος του ήλιου ή του φεγγαριού ή λέγεται για ασπίδες, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἁλώσῐμος, -ον (ἁλίσκομαι, ἁλῶναι), I. 1. εύκολος στο να απλωθεί, να νικηθεί ή να κατακτηθεί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για το πνεύμα, εύκολος στην κατανόηση, σε Σοφ. II. (ἅλωσις), που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει την αιχμαλωσία, παιὰν ἁλ., παιάνας θριαμβευτικός για την άλωση πόλης, σε Αισχύλ.· βάξις ἁλ., αγγελία για την άλωση, στον ίδ.
ἅλωσις, -εως, Ιων. -ιος, (ἁλίσκομαι, ἁλῶναι), I. άλωση, εκπόρθηση, κατάκτηση, κυριαρχία, αιχμαλωσία, κατάλυση, καταστροφή, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· δαΐων ἅλ., κατάκτηση από τον εχθρό, στον ίδ.· τα μέσα της άλωσης, σε Σοφ.· ἁλῶναι ἰσχυρὰν ἅλωσιν, κατάλυση χωρίς τη διέξοδο διαφυγής, σε Πλούτ. II. ως δικανικός όρος, καταδίκη, σε Πλάτ.