Αποτελέσματα για: "ἅλς"
Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
-
ἅλς (Α), ἁλός[ᾰ], ὁ, δοτ. πληθ. ἅλασιν· Λατ. SAL, τεμάχιο αλατιού, σε Ηρόδ.· γενικά, αλάτι, συχνά στον πληθ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἁλὸς μέταλλον, ορυχείο αλατιού, σε Ηρόδ., Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
-
ἅλς (Β), ἁλός[ᾰ], ἡ, θάλασσα, σε Όμηρ.
-
ἅλσις, -εως, ἡ (ἅλλομαι), πήδημα, αναπήδηση, σε Αριστ.
-
ἆλσο, βʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.
-
ἄλσος, -εος, τό, αλσύλιο ή ξέφωτο δάσους, Λατ. saltus, σε Όμηρ.· ξέφωτο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἀλσ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος, παρόμοιος με ξέφωτο, σε Ευρ.