
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἅλμη"
- ἅλμη, ἡ (ἅλς), 1. θαλασσινό νερό, άλμη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· άλμη που έχει στεγνώσει πάνω στο δέρμα, στο ίδ.· αλμυρή επιφάνεια πάνω στο έδαφος, σε Ηρόδ. 2. η αλμύρα της θάλασσας, δηλ. η ίδια η θάλασσα, σε Πίνδ., Αισχύλ.