Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅλμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἅλμα, -ατος, τό (ἅλλομαι), σκίρτημα, αναπήδημα, σε Ομήρ. Οδ.· ἅλμα πέτρας, πήδημα ή πτώση από βράχο, σε Ευρ.· κυνῆς ἅλμα, η αναπήδηση του λαχνού από την περικεφαλαία, σε Σοφ.