Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅλλομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἅλλομαι (√ΑΛ, Λατ. SAL-io)· παρατ. ἡλλόμην, μέλ. ἁλοῦμαι, Δωρ. ἁλεῦμαι, αόρ. αʹ ἡλάμην, μτχ. ἁλάμενος (η πρώτη συλλ. μακρά)· αόρ. βʹ ἡλόμην, γʹ ενικ. υποτ. ἅληται [ᾰ], Επικ. ἅλεται· ευκτ. ἁλοίμην, απαρ. ἁλέσθαι, μτχ. ἁλόμενος [ᾰ]· επίσης βʹ και γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ ἆλσο, ἆλτο, μτχ. ἄλμενος (που έχουν ψιλή), πηδώ, εκτινάσσομαι, σκιρτώ, λέγεται για ζωντανά πλάσματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, ἆλτο ὀϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το μάτι, «πάλλομαι», κινούμαι, σε Θεόκρ.