Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅλις"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἅλις[ᾰλῐς], επίρρ. (ἁλής)· σε σωρούς, σε πλήθος, σε σμήνη, σε αφθονία, σε πληθώρα· και έπειτα, ικανώς, αρκετά, Λατ. satis· 1. με ρήματα, ἅλις πεποτήαται (μέλισσαι), σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν, πετούσαν σε σμήνη, στο ίδ.· επίσης, σχετικώς αρκετά, μέτρια, όπως το μετρίως, σε Ευρ. 2. μαζί με ουσ., χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις, άφθονο χρυσάφι και ασήμι, σε Ομήρ. Οδ. 3. ἅλις (ενν. ἐστί), είναι αρκετό, σε Ομήρ. Ιλ.· ἢ οὐχ ἅλις, ὡς..., δεν είναι αρκετό που..., σε Όμηρ. 4. ως επίθ., ἅλις ἡ συμφορά (ενν. ἐστι), σε Ευρ.· επίσης, ἅλις (ενν. εἰμί), μαζί με μτχ., ἅλις νοσοῦσ' ἐγώ, είναι αρκετό που υποφέρω εγώ, σε Σοφ. 5. με γεν. πράγμ., αρκετά από ένα πράγμα, ἅλιςἔχειν τινός, σε Ηρόδ., Αττ.
ἀλισγέω, μιαίνω, μολύνω· απ' όπου ἀλίσγημα, τό, μίασμα, μόλυνση, σε Κ.Δ. (άγν. προέλ.).
ἁλίσκομαι (√ΑΛ), ελλειπτικό στην Παθ., η Ενεργ. συμπληρώνεται από το αἱρέω· παρατ. ἡλισκόμην, μέλ. ἁλώσομαι, αόρ. βʹ ἥλων, σε Αττ. ἑάλων [ᾱ], υποτ. ἁλῶ, -ῷς, -ῶ [ᾰ], Ιων. ἁλώω, ἁλώῃ [ᾰ], ευκτ. ἁλοίην, Επικ. ἀλῴην· απαρ. ἁλῶναι, Επικ. ἁλώμεναι· μτχ. ἁλούς· παρακ. ἥλωκα, Αττ. ἑάλωκα, υπερσ. ἡλώκειν· I. 1. κυριαρχούμαι, κατακτώμαι, αλώνομαι, λέγεται για πρόσωπα και τόπους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἁλίσκεσθαι εἰς πολεμίοις, πέφτω στα χέρια του εχθρού, σε Πλάτ. 2. πιάνομαι, συλλαμβάνομαι, θανάτῳ ἁλῶναι, ή χωρίς το θανάτῳ, πεθαίνω, σε Όμηρ.· ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας γράμματα, γράμματα κατελήφθησαν και εστάλησαν στην Αθήνα, σε Ξεν. 3. με θετική σημασία, έχει κερδηθεί, έχει κατακτηθεί, έχει αποκτηθεί, σε Σοφ. κ.λπ. II. με μτχ., συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω ή εντοπίζομαι να κάνω κάτι, σε Ηρόδ.· ἐὰνἁλῷς τοῦτο πράττων, σε Πλάτ.· επίσης με ουσ. ή επίθ. η μετοχή ὤνπαραλείπεται, οὐ γὰρ φονεὺς ἁλώσομαι, σε Σοφ., Αριστοφ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, κηρύττομαι ένοχος, καταδικάζομαι, σε Πλάτ., Δημ.· με γεν. εγκλημ., καταδικάζομαι για, ἁλῶναι ψευδομαρτυριῶν κ.λπ.
ἁλί-στονος, -ον (ἅλς, στένω), αυτός που αντηχεί στη θάλασσα, σε Αισχύλ.
ἁλιστός[ᾰ], , -όν (ἁλίζω), αλατισμένος, παστωμένος, σε Ανθ.
ἁλί-στρεπτος, -ον (ἅλς, στρέφω), αυτός που περιστρέφεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.