Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅλας"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
ἅλας, -ᾰτος, τό (ἅλς), αλάτι, σε Κ.Δ., Πλούτ.
ἀλαστέω, μτχ. αορ. αʹ ἀλαστήσας (ἄλαστος), είμαι γεμάτος οργή, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀλάστορος, -ον, αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση ενός ἀλάστορος, αυτός που υποφέρει σκληρή μεταχείριση, σε Σοφ.
ἄ-λαστος, Ιων. ἄ-ληστος, -ον (λήθομαι), 1. αλησμόνητος, αφόρητος, ακατάπαυστος, πένθος, ἄχος, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., συνεχώς, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ἄλαστε, καταραμένε, άθλιε! σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
ἀλάστωρ, -ορος, , I. Τιμωρός Θεά, καταστροφικός άγγελος, σε Τραγ.· ἀλ. οὑμός, σε Σοφ.· βουκόλων ἀλάστωρ, η πληγή, η μάστιγα των βοσκών, λέγεται για το λιοντάρι της Νεμέας, στον ίδ. II. Παθ., αυτός που πάσχει, υποφέρει από εκδίκηση, άθλιος, καταραμένος, σε Αισχύλ., Δημ. (Είτε από το ἄλαστος είτε από το ἀλάομαι, αυτός που κάνει κάποιον να περιπλανιέται).