Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅγιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἅγιος[ᾰ], , -ον (ἄγος), 1. αφιερωμένος στους θεούς, ιερός, άγιος, Λατ. sacer: α) λέγεται για πράγματα ιδίως για ναούς και ιερά, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· τὸ ἅγιον, ο ναός· τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, τα ιερώτερα των ιερών, σε Κ.Δ. β) λέγεται και για πρόσωπα, άγιος, ευσεβής, αγνός, σε Αριστοφ.· επίρρ. ἁγίως, σε Ισοκρ., Κ.Δ.· η λέξη ουδέποτε απαντά στον Όμηρ. ή στους Τραγ., ενώ χρησιμοποιείται αντ' αυτής σ' αυτούς το ἁγνός.