Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄωτον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄωτον, τὸ και ἄωτος, , I. άριστο μαλλί, έριο, οἰὸς ἄωτον ή χωρίς οἰός, το άριστο μαλλί του προβάτου, σε Όμηρ.· λίνοιο λεπτὸν ἄωτον, το εξαιρετικό μαλλί του λιναριού, δηλ. το χρυσόμαλλο δέρας, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., το άριστο, το καλύτερο στο είδος του, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ἄωτος ζωᾶς, η καλύτερη περίοδος της ζωής, σε Πίνδ.· Χαρίτων ἄωτος, το καλύτερο, το εκλεκτότερο δώρο αυτών, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).