LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄωρος"
- ἄωρος (Α), -ον (ὥρα)· I. 1. άκαιρος, ανεπίκαιρος, Λατ. intempestivus, σε Αισχύλ., Ευρ.· με γεν., γήρως ἀωρότερα, πράγματα που δεν αρμόζουν στη γεροντική ηλικία, σε Πλούτ. 2. άγουρος, ἄωρος πρὸς γάμον, στον ίδ. II. αυτός που δεν έχει τη νεανική φρεσκάδα, άσχημος, σε Ξεν., Πλάτ.
- ἄωρος (Β), -ον (ἀείρω, πρβλ. μετ-έωρος)· μετέωρος, αυτός που κυματίζει, λέγεται για πλεκτάναις ή τα πόδια που μοιάζουν με αυτά του χταποδιού, όπως αυτά της Σκύλλας, σε Ομήρ. Οδ.