Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄω"

Βρέθηκαν 16 λήμματα [1 - 16]
ἄω (Α), I. = ἄημι, φυσώ. II. = ἰαύω, κοιμάμαι, χρησιμ. μόνο στον αόρ. αʹ ἄεσα, Επικ. ἄεσσα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης αʹ πληθ. συνηρ. ἄσαμεν, στο ίδ.
ἄω (Β), πληγώνω, συνηρ. από ἀάω.
ἄω (Γ), Επικ. απαρ. ἄμεναι (συνηρ. αντί ἀέμεναιμέλ. -ἄσω, αόρ. αʹ υποτ. ἄσω, απαρ. ἆσαιΜέσ., Επικ. γʹ ενικ. ἄᾰται· μέλ. ἄσομαι, αόρ. αʹ ἀσάμην· I. μτβ., χορταίνω, αἵματος ἆσαι Ἀρῆα, χορταίνω τον Άρη με το αίμα αυτού, σε Ομήρ. Ιλ. II. αμτβ., χορταίνω κάποιον με ένα πράγμα, με γεν., χροὸς ἄμεναι, χροὸς ἆσαι, στο ίδ.· ομοίως στη Μέσ. ἄσεσθε κλαυθμοῖο ποτῆτος ἄσασθαι, στο ίδ.
ἀῶθεν, Δωρ. αντί ἠῶθεν.
ᾀών, ᾀόνος, , Δωρ. αντί ἠϊών.
ἀωρί, επίρρ. του ἄωρος, σε ακαθόριστο χρόνο, πολύ νωρίς, σε Λουκ., Ανθ.· ἀωρὶτῆς νυκτός, αργά τη νύχτα, κατά την πλήρη νύχτα, σε Αντιφ., Θεόκρ.
ἀωρία, (ἄωρος Α), άκαιρη ώρα· αιτ. ως επίρρ., ἀωρίαν ἥκειν, έχω φτάσει πολύ αργά, σε Αριστοφ.· ἀωρίᾳ, σε ανεπίκαιρη στιγμή, τόσο αργά, σε Λουκ.
ἀώριος, , -ον, = ἄωρος, σε Ανθ.
ἀωρό-νυκτος, -ον (νύξ), μεσονύκτιος, σε Αισχύλ.
ἄωρος (Α), -ον (ὥρα)· I. 1. άκαιρος, ανεπίκαιρος, Λατ. intempestivus, σε Αισχύλ., Ευρ.· με γεν., γήρως ἀωρότερα, πράγματα που δεν αρμόζουν στη γεροντική ηλικία, σε Πλούτ. 2. άγουρος, ἄωρος πρὸς γάμον, στον ίδ. II. αυτός που δεν έχει τη νεανική φρεσκάδα, άσχημος, σε Ξεν., Πλάτ.
ἄωρος (Β), -ον (ἀείρω, πρβλ. μετ-έωρος)· μετέωρος, αυτός που κυματίζει, λέγεται για πλεκτάναις ή τα πόδια που μοιάζουν με αυτά του χταποδιού, όπως αυτά της Σκύλλας, σε Ομήρ. Οδ.
ἄωρτο, Επικ. Παθ. υπερσ. του ἀείρω.
Ἀώς, , Δωρ. αντί Ἠώς, Ἕως.
Ἀωσφόρος, Δωρ. αντί Ἑωσφόρος.
ἀωτέω, (ἄω, κοιμάμαι), μόνο σε ενεστ., κοιμάμαι καλά, σε Όμηρ.
ἄωτον, τὸ και ἄωτος, , I. άριστο μαλλί, έριο, οἰὸς ἄωτον ή χωρίς οἰός, το άριστο μαλλί του προβάτου, σε Όμηρ.· λίνοιο λεπτὸν ἄωτον, το εξαιρετικό μαλλί του λιναριού, δηλ. το χρυσόμαλλο δέρας, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., το άριστο, το καλύτερο στο είδος του, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ἄωτος ζωᾶς, η καλύτερη περίοδος της ζωής, σε Πίνδ.· Χαρίτων ἄωτος, το καλύτερο, το εκλεκτότερο δώρο αυτών, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).