Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄχρι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄχρι, Επικ. επίσης ἄχρις· I. 1. επίρρ., ολοκληρωτικά, ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μετά τον Όμηρ. πριν από πρόθ., ἄχρι εἰς... ἄχρι πρός..., Λατ. usquead..., σε Ξεν., Λουκ. II. Πρόθ. με γεν., έως, μέχρι· 1. λέγεται για χρόνο· μέχρι, έως ότου, ἄχρι μάλα κνέφαος, μέχρι το βάθος της νύχτας, σε Ομήρ. Οδ.· ἄχριτῆς ἡμέρας, σε Δημ. 2. λέγεται για τόπο, μέχρι, έως εκεί, ἄχρι τῆς εἰσόδου, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για μέτρο ή βαθμό, ἄχρι τούτου, μέχρι αυτό το σημείο, σε Δημ.· ἄχρι τοῦ μὴ πεινᾶν, σε Ξεν. III. ως σύνδ. ἄχρι οὗ ή ἄχρι μόνο· 1. λέγεται για χρόνο, Λατ. doner, έως ότου, με τον όρο ότι..., εφόσον, ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο, στον ίδ.· ἄχρι ἄν, με υποτ. ἄχρι ἂν σχολάσῃ, μέχρις ότου σχολάσει, στον ίδ. 2. χρησιμοποιείται για διάστημα, μέχρι εδώ, τόσο μακριά ως, στον ίδ., Λουκ.