LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄχθος"
- ἄχθος, -εος, τό (ἄχθομαι)· I. βάρος, φορτίο, φόρτωση, σε Όμηρ.· ἄχθος ἀρούρης, άχρηστο βάρος πάνω στη γη, λέγεται για άχρηστους ανθρώπους, στον ίδ. II. φορτίο λύπης, λύπη, ανησυχία, θλίψη, στενοχώρια, σε Τραγ.