Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄχθομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄχθομαι, Παθ. μέλ. ἀχθεσθήσομαι ή (στη Μέσ.) ἀχθέσομαι, αόρ. αʹ ἠχθέσθην· I. είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι, νηῦς ἤχθετο, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για ψυχική πίεση, λύπη, είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, λυπημένος, είμαι θλιμμένος, σε Όμηρ.· τινι, για ένα πράγμα ή με ένα πρόσωπο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἐπί τινι, σε Ξεν.· περί τινος, σε Ηρόδ.· ὑπέρ τινος, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., ἄχθομαι ἕλκος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με μτχ. είτε του υποκ., όπως ἄχθομαι ἰδών, σε Σοφ.· ή του αντικ., ἤχθετο δαμναμένους, ότι νικήθηκαν, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά το υποκ. είναι επίσης σε γεν., οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων, δεν είχε αντίρρηση να πάει στον πόλεμο, σε Ξεν.