LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄφραστος"
- ἄ-φραστος, -ον (φράζω)· I. ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ. II. (φράζομαι), μη διακρινόμενος ή απαρατήρητος, σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον χωρίον, θέση για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς, σε Ηρόδ.· επίρρ. -τως, απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.