Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄφρακτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-φρακτος, -ον, αρχ. Αττ. τύπος ἄφαρκτος, (φράσσωI. 1. μη περιφραγμένος, μη οχυρωμένος, αφύλαχτος, σε Θουκ.· με γεν., ἄφρακτος φίλων, μη προστατευμένος από φίλους, σε Σοφ.· με δοτ., ἄφρακτος ὅρκοις, σε Ευρ. 2. ακράτητος, ασυγκράτητος, σε Αισχύλ. II. απαραφύλακτος, λέγεται για τη φύλαξη κάποιου, σε Θουκ.