Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄφθονος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-φθονος, -ον, αυτός που δεν έχει φθόνο· I. 1. Ενεργ., ελεύθερος από φθόνο, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. απλόχερος, γενναιόδωρος, Λατ. benignus, σε Τραγ. II. 1. Παθ., μη φειδωλός, γενναιόδωρα δοσμένος, άφθονος, πλούσιος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, ζω σε αφθονία, σε Ξεν. 2. μη φθονούμενος, αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, ὄλβος, σε Αισχύλ. III. ανώμ. συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· αλλά -ώτερος, -ώτατος, σε Ξεν. IV. είμαι σε αφθονία, ἀφθονία ἔχειν τινός, έχω αρκετό από αυτό, σε Πλάτ.